εὔφρων

εὔφρων
εὔφρων (-ων, -ονα), -ονες; -όνων, -ονα. ἐύφρονα dub. Pae. 6.179)
a
I of gods, gracious, kind

ἀλλ' ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον O. 2.14

θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.12

νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

II of men, merry [εὔφρονος Κάδμοιο (Π: εὐθρόνοις codd.) O. 2.22]

ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38

ἐύφ[ρον]α λαόν (dubitanter coni. Erbse) Πα. . 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67.
b of things, kindly, benevolent

Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ' εὔφρονα pr. P. 4.196 ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι pr. N. 7.67 [εὐφρόνων πόνων (εὐφόρων v. l.) N. 10.24]

εὔφρον' ἐς οἶκον Pae. 6.115

c frag. ]εὔφρων γαρ[ P. Oxy. 1892. fr. 41.
d adv. εὐφρόνως, joyfully

δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως P. 10.40


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εὔφρων — cheerful masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφρων — cheerful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύφρων — εὔφρων cheerful masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • εὐφρονέστερον — εὔφρων cheerful masc acc comp sg εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφρονα — εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl εὔφρων cheerful masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖφρον — εὔφρων cheerful masc/fem voc sg εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύφρονα — εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl (epic) εὔφρων cheerful masc/fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρονεστέρους — εὔφρων cheerful masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐφρόνων — Εὔφρων cheerful masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνων — εὔφρων cheerful gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”